Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

Χρόνης Μίσσιος, από το "καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς":

"Καλά εγώ μια ζωή όλο ενοχές ήμουνα, γιατί όλα τ'απαγορευμένα μάρεσαν : Οι γυναίκες το κρασί, οι πενιές...

Ρε γαμώτο ποτές δεν μπόρεσα να καταλάβω, πως να πούμε ταίριαζε νά'μαστε επαναστάτες δηλαδή άνθρωποι που καιγόμαστε από πάθος για τη ζωή, ρομαντικοί ευαίσθητοι, ερωτευμένοι μέχρι θανάτου με τον άνθρωπο και τη λευτεριά του, να τραβάμε χαμογ

ελώντας για το εκτελεστικό απόσπασμα, να υπομένουμε βασανιστήρια,φυλακές, κακό και νά'μαστε νερουλοί, νερόβραστοι, χωρίς φωτιά μέσα μας, σ'όλη μας τη ζωή χωρίς πάθος, χωρίς ένα φάλτσο, νότες πειθήνιες μέσα στο πεντάγραμμο που ακούνε μονάχα το μαέστρο.

Σκατά. Εκτός από κότες πηγαίνανε να μας κάνουν και μηχανάκια.

Πως να κάνεις μια επανάσταση με μηχανάκια ρε φίλε? Η φαντασία? Το όνειρο? Πως να πεθάνεις?

Ο επαναστάτης είναι πουλί αητός, ερωτευμένος με το φως, με τα λουλούδια, τις γυναίκες, το κρασί, με την αταξία".

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2012


ANTΩΝ ΤΣΕΧΩΦ. ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ.
«Η ΔΑΣΚΑΛΑ»
Τις προάλλες φώναξα στο γραφείο μου τη δεσποινίδα Ιουλία, τη δασκάλα των παιδιών. Έπρεπε να της δώσω το μισθό της.
- Κάθισε να κάνουμε το λογαριασμό, της είπα. Θα 'χεις ανάγκη από χρήματα και συ ντρέπεσαι να ανοίξεις το στόμα σου... Λοιπόν...
Συμφωνήσαμε για τριάντα ρούβλια το μήνα...
- Για σαράντα.
- Όχι, για τριάντα, το έχω σημειώσει. Εγώ πάντοτε τριάντα ρούβλια δίνω στις δασκάλες... Λοιπόν, έχεις δύο μήνες εδώ...
- Δύο μήνες και πέντε μέρες...
- Δύο μήνες ακριβώς... Το 'χω σημειώσει... Λοιπόν, έχουμε εξήντα ρούβλια. Πρέπει να βγάλουμε εννιά Κυριακές... δε δουλεύετε τις Κυριακές.
Πηγαίνετε περίπατο με τα παιδιά. Έπειτα έχουμε τρεις γιορτές...
Η Ιουλία έγινε κατακόκκινη και άρχισε να τσαλακώνει νευρικά την άκρη του φουστανιού της, μα δεν είπε λέξη.
- Τρεις γιορτές... μας κάνουν δώδεκα ρούβλια το μήνα... Ο Κόλιας ήταν άρρωστος τέσσερις μέρες και δεν του έκανες μάθημα... Μονάχα με τη Βαρβάρα ασχολήθηκες... Τρεις μέρες είχες πονόδοντο και η γυναίκα μου σου είπε να αναπαυτείς μετά το φαγητό... Δώδεκα και εφτά δεκαεννιά. Αφαιρούμε, μας μένουν... Χμ! σαράντα ένα ρούβλια... Σωστά;
Το αριστερό μάτι της Ιουλίας έγινε κατακκόκινο και νότισε. Άρχισε να τρέμει το σαγόνι της. Την έπιασε ένας νευρικός βήχας, έβαλε το μαντίλι στη μύτη της, μα δεν έβγαλε άχνα.
- Την παραμονή της πρωτοχρονιάς έσπασες ένα φλιτζάνι του τσαγιού με το πιατάκι του ... Βγάζουμε δύο ρούβλια ... Το φλιτζάνι κάνει ακριβότερα γιατί είναι οικογενειακό κειμήλιο, μα δεν πειράζει ... Τόσο το χειρότερο! Προχωρούμε! Μια μέρα δεν πρόσεξες τον Κόλια, ανέβηκε ο μικρός στο δέντρο και έσκισε το σακάκι του... Βγάζουμε άλλα δέκα ρούβλια... Άλλη μια μέρα που δεν πρόσεχες, έκλεψε μια καμαριέρα τα μποτάκια της Βαρβάρας. Πρέπει να 'χεις τα μάτια σου τέσσερα, γι' αυτό σε πληρώνουμε... Λοιπόν, βγάζουμε άλλα πέντε ρούβλια. Στις δέκα του Γενάρη σε δάνεισα δέκα ρούβλια...
- Όχι, δεν έγινε τέτοιο πράμα. μουρμούρισε η Ιουλία.
- Το 'χω σημειώσει!
- Καλά...
- Βγάζουμε είκοσι επτά ρούβλια, μας μένουν δεκατέσσερα.
Τα μάτια της Ιουλίας γέμισαν δάκρυα. Κόμποι ιδρώτα γυάλιζαν πάνω στη μύτη της. Κακόμοιρο κορίτσι!
- Μα εγώ μια φορά μονάχα δανείστηκα χρήματα. Μονάχα τρία ρούβλια, από την κυρία, μουρμούρισε η Ιουλία και η φωνή της έτρεμε...
Αυτά είναι όλα όλα που δανείστηκα.
- Μπα; Και γω δεν τα είχα σημειώσει αυτά. Λοιπόν, δεκατέσσερα έξω τρία, μας μένουν έντεκα. Πάρε τα χρήματά σου, αγαπητή μου!
Τρία... τρία, τρία... ένα και ένα... Πάρ' τα...
Και της έδωσα έντεκα ρούβλια. Τα πήρε με τρεμουλιαστά δάχτυλα και τα έβαλε στην τσέπη της.
- Ευχαριστώ, ψιθύρισε.
Πετάχτηκα ορθός και άρχισα να βηματίζω πέρα δώθε στο γραφείο. Με έπιασαν τα δαιμόνια μου.
- Και γιατί με ευχαριστείς;
- Για τα χρήματα.
- Μα, διάολε, εγώ σε έκλεψα, σε λήστεψα! Και μου λες κι ευχαριστώ;
- Οι άλλοι δε μου 'διναν τίποτα!...
- Δε σου 'διναν τίποτα. Φυσικά! Σου έκανα μια φάρσα για να σου γίνει σκληρό μάθημα. Πάρε τα ογδόντα σου ρούβλια! Τα είχα έτοιμα στο φάκελο! Μα γιατί δε φωνάζεις για το δίκιο σου; Γιατί στέκεσαι έτσι σαν χαζή; Μπορείς να ζήσεις σ' αυτό τον κόσμο αν δεν πατήσεις λίγο πόδι, αν δε δείξεις τα δόντια σου; Γιατί είσαι άβουλη;
Μουρμούρισε μερικά ευχαριστώ και βγήκε.

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

image

ΟΙ ΕΠΙΓΟΝΟΙ Μ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
Εδώ οι πόρτες έγιναν στόματα
Βγαίνουνε ολοένα άνθρωποι σαν οργισμένες λέξεις
Σε δαχτυλοδειχτούν και σε υβρίζουν˙
Νέοι, χτες μόλις παιδιά, με την φλόγα στα μάτια
Νομίσματα νιόκοπα γεμάτα πάθος αγοράς
Όμως το παρελθόν δεν αγοράζεται δε μπορεί πια ν’ αγο-
ραστεί
Η κάθε σπασμένη φωλιά η κάθε σβησμένη λέξη.
Εδώ τα παράθυρα γίναν αγχόνες
Δουλεύουν νύχτα μέρα σα ματόκλαδα
Όμως το αίμα Εκείνων δεν απαγχονίζεται
Δεν υποπτεύονται πώς ολοένα τους κυκλώνει
Δεν υποπτεύονται τι ξεπουλήθηκε—για να δολοφονούν.
Κι όμως υπάρχει πάντα μια εκδίκηση
Μια μυστική ενέδρα χωρίς διέξοδο
Ένας κοχλίας πού ριζώνει πιο βαθιά.
(Στο τέλος όταν όλοι π ε ρ ά σ ο υ ν σαν κι εμάς)

Oι δρόμοι του κόσμου είναι γεμάτοι ποιητές. 
Της Jaquou Utopie

Oι δρόμοι του κόσμου είναι γεμάτοι ποιητές. Μην κλείνεις τα μάτια. Ύψωσέ τα και θα τους αντικρίσεις. Κοίτα το δεκάχρονο παιδί με το ματωμένο κεφάλι στην πόλη της Ισπανίας, κοίτα πως αγκάλιασε τον δρόμο, πως στάθηκε όρθιο απέναντι στη βία, πως κράτησε με παράπονο τη διπλανή του και δάκρυσε με απορία στο αίμα. Κοίτα σου λέω. Κοίτα το εξάχρονο στα συντρίμια της Γάζας. Πως κοίταξε ψηλά και είδε πέρα από το ατσάλινο κέλυφος του πολέμου, στα αστέρια. Κοίτα σου λέω, μην κατεβάζεις τα μάτια. Κοίτα και μέτρα τα εκατομμύρια, σήμερα, εκεί έξω. Τους ποιητές. Κι αν δεν χωράνε τα εκατομμύρια στην οθόνη  κοίτα την πενηντάχρονη στους δρόμους της Αθήνας. Πως στάθηκε αυτή μόνη, με το ρυτιδιασμένο βλέμμα και την πείνα στα χέρια. Κοίτα σου λέω, μην στρέφεις το κεφάλι. Κοίτα τη έγκυο στο νοσοκομείο της Ιρλανδίας. Πως προσμένει ακόμα το άδειο χειρουργικό τραπέζι. Έλα ακόμα πιο κοντά και κοίτα. Κοίτα τον μετανάστη στη γωνία του δρόμου. Πως προσπέρασε την λάμψη της λεπίδας. Ακόμα δεν βλέπεις; Κοίτα σου λέω. Κοίτα τον απολυμένο. Πως αποφάσισε να απεργήσει κι όχι να δηλώσει ασθένεια. Κοίτα και το κορίτσι δίπλα μου. Πως μετά από το επαγγελματικό λύκειο πουλάει λουλούδια στο νυχτερινό κέντρο και το απόγευμα κρατούσε στα χέρια της τις φωτογραφίες του Πολυτεχνείου. Κοίτα πως έφτιαξε μόνη της τη γιορτή. Κοίτα σου λέω. Κοίτα τη δασκάλα. Πως δεν αγάπησε τα σύνορα γιατί αγαπούσε τα παιδιά. Κοίτα ακόμα πιο προσεκτικά. Κοίτα τους αγκαζέ. Πως κρατάνε ακούνητοι, εκεί στην πόρτα, ανοιχτά τα σπίτια των ανθρώπων. Κοίτα ακόμα πιο μακριά. Πέρνα τους ωκεανούς, πέρνα τις οροσειρές. Κοίτα και μέτρα. Και μετά μετρήσου.

Μη σκύβεις το κεφάλι. Κοίτα σου λέω. Κοίτα ξανά και ρώτα. Ρώτα τους. Πως τα καταφέρνουν και κοιτούν με απορία το αίμα, πως μετρούν τ΄αστέρια, πως αγκαλιάζουν τις ρυτίδες, πως γυαλίζουν τα χειρουργικά τραπέζια, πως διαλύουν τις λεπίδες, πως κατεβαίνουν σε απεργίες, πως φτιάχνουν κολάζ με την πύλη και το τανκς και τις λέξεις του Σεπούλβεδα, πως στέκονται όρθιοι, πως αγαπάνε τα παιδιά, πως κρατιούνται αγκαζέ, πως κρατάνε τη ζωή τους. Και πως στέκονται όρθιοι. Ρώτα τους και μάθε. Και μάθε πως ερωτεύονται. Αυτό μάθε πρώτα.

Οι δρόμοι του κόσμου είναι γεμάτοι ποιητές. Και μόνοι, αυτοί, κρατούν στα χέρια τους την ιστορία.

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

Σώπα μη μιλάς.... (του Αζίζ Νεσίν)


ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΣΩΠΑΙΝΕΙ - ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ



…Οπου ανθεί ο μέσος όρος παύω να υπάρχω.
Μου είναι αδύνατον να ευδοκιμήσω μέσα στη μάζα της εκάστοτε πλειοψηφίας.
Οι ωραίες μειοψηφίες είναι το κάτι άλλο.
Ή τις κάνω σμαράγδι να φωτίζουν τη νύχτα μου, ή τις τρώω με σοκολάτα και σαντιγύ. Γι αυτό και καμιά ολιγαρχία που εκτιμώ δεν έρχεται ποτέ στα πράγματα.
Όμως, γι αυτό ακριβώς την επιλέγω. Για να μην έρχομαι ποτέ στα πράγματα.

Ο Κήπος Με Τις Αυταπάτες
Δοκίμια Ο. Ελύτη
…Οπου ανθεί ο μέσος όρος παύω να υπάρχω. 
Μου είναι αδύνατον να ευδοκιμήσω μέσα στη μάζα της εκάστοτε πλειοψηφίας. 
Οι ωραίες μειοψηφίες είναι το κάτι άλλο. 
Ή τις κάνω σμαράγδι να φωτίζουν τη νύχτα μου, ή τις τρώω με σοκολάτα και σαντιγύ. Γι αυτό και καμιά ολιγαρχία που εκτιμώ δεν έρχεται ποτέ στα πράγματα. 
Όμως, γι αυτό ακριβώς την επιλέγω. Για να μην έρχομαι ποτέ στα πράγματα. 

Ο Κήπος Με Τις Αυταπάτες
Δοκίμια Ο. Ελύτη